- ἄφανος
- ἄφανος, ον, dub. sens.,A
λίθος PMag.Par.2.195
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθος PMag.Par.2.195
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄφανος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφανος — η, ο (AM ἄφανος, ον) αυτός που δεν φαίνεται ή που δεν γίνεται αντιληπτός … Dictionary of Greek
ἄφανον — ἄφανος masc/fem acc sg ἄφανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)